- ἐφέτῃ
- ἐφέτηςcommandermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐφετή — ἐφετός desirable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
Κρασσάς, Αλκιβιάδης — (Ναύπλιο 1840 – Αθήνα 1912). Νομικός, δικαστικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Υφηγητής του ρωμαϊκού δικαίου το 1865, διαδέχθηκε (1879) τον Παύλο Καλλιγά στην ομώνυμη έδρα της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε παράλληλα… … Dictionary of Greek
Οικονόμου, Μιχαήλ — (1798 – 1879). Λόγιος και απομνημονευματογράφος. Σπούδασε στη Δημητσάνα και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βλαχία το 1815, καθώς και στο περίφημο γυμνάσιο της Χίου το 1819. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, βοήθησε στη συγκέντρωση πολεμοφοδίων και… … Dictionary of Greek